- μετεξανισταμαι
- μετεξανίσταμαιμετ-εξανίσταμαιпереходить, уходить
(πρὸς τέν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρὸς τέν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετεξανιστάμενοι — μετεξανίσταμαι move from one place to another pres part mp masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξανιστάμενος — μετεξανίσταμαι move from one place to another pres part mp masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεξανίστημι — (Α) 1. σηκώνω, διώχνω κάτι από έναν τόπο και τό μεταφέρω σε άλλον 2. (το μέσ.) μετεξανίσταμαι μετοικώ, μεταναστεύω, μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξ αν ίστημι «ανεγείρω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek